- αιμαγγείωμα
- Καλοήθης όγκος των αιμοφόρων αγγείων. Τα α. εντοπίζονται συνήθως στο δέρμα. Σπάνια μπορούν να αναπτυχθούν στα σπλάχνα, στο κεντρικό νευρικό σύστημα και στα οστά. Η ονομασία καλοήθης όγκος οδηγεί σε σύγχυση, γιατί στην πραγματικότητα τα περισσότερα α. είναι ελαττώματα που προκλήθηκαν από κάποιο αίτιο στη διάρκεια της εμβρυϊκής ζωής. Ταξινομούνται σε τρεις κατηγορίες. Τα τριχοειδή, τα σηραγγώδη και τα τολυπώδη α.
Τριχοειδή α. Αναπτύσσονται συχνότερα στο δέρμα αλλά και σε οποιοδήποτε άλλο σημείο του σώματος. Σπάνια παρουσιάζουν τάση να εξαπλωθούν, αλλά και τότε ακόμα είναι καλοήθη και δεν προκαλούν μεταστάσεις. Όταν εντοπίζονται στον εγκέφαλο μπορεί να πάθουν ρήξη, με αποτέλεσμα ενδοκρανιακές αιμορραγίες. Ιστολογικά αποτελούνται από λεπτά τριχοειδή αγγεία από τα οποία άλλα είναι κενά, ενώ άλλα περιέχουν αίμα. Μακροσκοπικά έχουν τη μορφή επίπεδων κόκκινων κηλίδων, ενώ καμιά φορά εμφανίζονται σαν προεξέχοντα πολυποειδή ογκίδια.
Σηραγγώδη α. Αναπτύσσονται στο δέρμα, στα χείλη και συνηθέστατα στο συκώτι με μορφή πολλαπλών οζιδίων. Ιστολογικά αποτελούνται από συγκοινωνούντες αγγειακούς κόλπους μεταξύ των οποίων υπάρχουν διαφράγματα συνδετικού ιστού.
Τολυπώδη α. Αναπτύσσονται στις φάλαγγες των δαχτύλων και ιδίως κάτω από τα νύχια. Προέρχονται από τα μυοεπιθηλιακά κύτταρα των αρτηριοφλεβικών αναστομώσεων. Πονούν πολύ γι’ αυτό και αφαιρούνται χειρουργικά. Η χειρουργική ωστόσο αυτή επέμβαση είναι ακίνδυνη, κυρίως όταν γίνεται έγκαιρα, με τοπική αναισθησία.
* * *το Ιατρ.συγγενής καλοήθης όγκος, που αποτελείται από νεόπλαστα αιμοφόρα αγγεία τού δέρματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < hemangioma, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < hem (< αίμα) + -angi- (< αγγείο) + -oma (πρβλ. -ωμα)].
Dictionary of Greek. 2013.